- αποψήχω
- ἀποψήχω (Α)1. τρίβω με την παλάμη μου2. σφουγγίζω, καθαρίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσαποψήχω — Α πιθ. καθαρίζω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποψήχω «καθιστώ κάτι πολύ ψυχρό, ψύχω εντελώς»] … Dictionary of Greek
υπαποψήχω — Α αποξέω βαθμιαία, ξύνω σιγά σιγά («ὑπαποψήχουσα [ἡ χελιδὼν] τῷ ράμφει [τὸν πηλὸν] τὴν... οἰκοδομίαν χειρουργεῑ», Αιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἀποψήχω «ξύνω, τρίβω»] … Dictionary of Greek